- επιτριηραρχώ
- ἐπιτριηραρχῶ, -έω (Α)είμαι τριήραρχος πέρα από τον καθορισμένο χρόνο («καὶ ἐπιτετριηράρχηκα τέτταρας μῆνας», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τριηραρχώ (< τριήραρχος < τριήρης + άρχω «διοικώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιτριηράρχημα — ἐπιτριηράρχημα, τὸ (Α) [επιτριηραρχώ] η υπηρεσία τής τριηραρχίας που παρατείνεται πέρα από τον καθορισμένο από τον νόμο χρόνο … Dictionary of Greek